Τυνδαρίδα

Τυνδαρίδα
Τυνδάρεος
Tyndareos
fem acc sg
Τυνδαρίδᾱ , Τυνδάρεος
Tyndareos
masc nom/voc/acc dual
Τυνδάρεος
Tyndareos
masc voc sg
Τυνδαρίδᾱ , Τυνδάρεος
Tyndareos
masc gen sg (doric aeolic)
Τυνδάρεος
Tyndareos
masc nom sg (epic)
Τυνδαρίς
Tyndareos
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Τυνδαρίδ' — Τυνδαρίδα , Τυνδάρεος Tyndareos fem acc sg Τυνδαρίδα , Τυνδάρεος Tyndareos masc voc sg Τυνδαρίδα , Τυνδάρεος Tyndareos masc nom sg (epic) Τυνδαρίδι , Τυνδάρεος Tyndareos fem dat sg Τυνδαρίδε , Τυνδάρεος Tyndareos fem nom/voc/acc dual Τυνδαρίδαι …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τυνδαριδάων — Τυνδαριδά̱ων , Τυνδάρεος Tyndareos masc gen pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τυνδαρίδας — Τυνδάρεος Tyndareos fem acc pl Τυνδαρίδᾱς , Τυνδάρεος Tyndareos masc acc pl Τυνδαρίδᾱς , Τυνδάρεος Tyndareos masc nom sg (epic doric aeolic) Τυνδαρίς Tyndareos fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CASTOR — I. CASTOR Cursor velocissimus. Pausan l. 3. II. CASTOR Historicus Rhodius, floruit sub Iulii Caesatis principatu, quem aliqui Galatam vocârunt, quia in Galatiâ vixerit. Putat Vossius, hunc eundem esse cum eo, cuius meminit Plin. loc. cit.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αγορά — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… …   Dictionary of Greek

  • αγόρα — I Η λέξη προέρχεται από το ρήμα αγείρω (συναθροίζω) και αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση, αργότερα τον τόπο όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους… …   Dictionary of Greek

  • κατακλείω — (AM κατακλείω, Α αττ. τ. κατακλήω και κατακληΐω) 1. κλείνω εντελώς και ασφαλώς, κλείνω ολωσδιόλου («κατακληΐσαντες πάσας τάς... πυλίδας», Ηρόδ.) 2. περιορίζω κάποιον κάπου, αποκλείω κάποιον εξ ολοκλήρου, κάνω πλήρη αποκλεισμό («τοὺς Ἕλληνας...… …   Dictionary of Greek

  • Τυνδαρίδαι — Τυνδάρεος Tyndareos masc nom/voc pl Τυνδαρίδᾱͅ , Τυνδάρεος Tyndareos masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”